- προσωπολήπτας
- προσωπολήπτᾱς , προσωπολήπτηςrespecter of personsmasc acc plπροσωπολήπτᾱς , προσωπολήπτηςrespecter of personsmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.